ἁγιˬαποστολιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬαποστολιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁγιˬαποστολιˬάζω Ἀμοργ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἅγιˬ-Ἀπόστολοι.

Σημασιολογία

1)Ἑορτάζω τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καταλύων τὴν νηστείαν Ἀμοργ.:Θὰ σφάξω ἕνα κόκκορα ν᾿ ἁγιˬαποστολιˬάσω. Συνών. ἁγιˬαποστολίζω, πασκάζω. 2)Διαλύω κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων 29ην Ἰουνίου τὸν ποιμενικὸν πρὸς τυροκομίαν συνεταιρισμὸν ἀποχωρίζων τὰ αἰγοπρόβατα τῆς κοινῆς ἀγέλης καὶ λαμβάνων τὴν ἀναλογοῦσαν ποσότητα τυροῦ Κρήτ. Συνών. ξεκοινιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/