ἀγκουσομάνημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκουσομάνημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκουσομάνημα τό, Ἤπ. ᾿γκουσουμά᾿μα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκουσομανῶ.
Σημασιολογία
Ἆσθμα, δύσπνοια: Τοὺν ἔπιˬασι τοὺ ᾿γκουσουμά᾿μα, γιˬατὶ εἶνι ἄρρουστους. Συνών. ἀγκουσομανητό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA