ἀγιˬαράευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬαράευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγιˬαράευτος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γιˬαραευτὸς<γιˬαραεύω.
Σημασιολογία
Ἄχρηστος, ἀνωφελής: Ἄθρωπος ἀγιˬαράευτος. Ζῷν ἀγιˬαράευτον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA