ἁγίασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγίασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγίασμα τό, σύνηθ. ἁγιˬάσμα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κίμωλ. Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. Πάρ. Πόντ. (Οἰν.) Χηλ. κ.ἀ. ἁγίασμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.) ἁγίγιˬασμαν Πόντ. (Κερασ.) ἁγιˬάσμαν Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἁάσμαν Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἅγιˬασμα Ἤπ. Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ.) Μεγίστ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος κ.ἀ. ἅγιˬασμαν Μεγίστ. Πόντ. (Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἁίσμα Πόντ. (Κολων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἅισμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἅεσμαν Πόντ. (Χαλδ.) ᾿γιˬάσμα Παξ. ἁγίασμα ἡ, Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἁγίασμα. Τὸ ἁγιˬάσμα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ὁ οἷνος τῆς θείας μεταλήψεως Πελοπν. (Ἀρκαδ.):Φρ. Ἁγίασμα τό ᾿χω (ἤτοι ἔχω τόσον μόνον οἷνον, ὅσος ἀρκεῖ δι᾿ ἁγίασμα. Ἐπὶ ὑπολειφθείσης ἐλαχίστης ποσότητος οἴνου. Συνών. φρ. οὔτε γιˬὰ ἀνᾶμα δὲν εἶναι, οὔτε γιˬὰ μετάδοσι δὲν εἶναι). Ἡ σημ. αὕτη ὑπολανθάνει ἤδη ἐν τῇ λειτουργίᾳ τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔνθα λέγεται «ἵνα ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν ὑποδεχόμενοι τὴν μερίδα τῶν ἁγιασμάτων ἑνωθῶμεν τῷ ἁγίῳ σώματι τοῦ Χριστοῦ», ἐν ῷ χωρίῳ διὰ τῆς λ. ἁγιˬάσματα ἐννοοῦνται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς θείας εὐχαριστίας. 2)Τὸ ὑπὸ τοῦ ἱερέως διὰ τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ μικροῦ καὶ μεγάλου εὐλογούμενον καὶ καθαγιαζόμενον ὕδωρ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Κολων. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἤπ. Μὶ τοὺ μιγάλ᾿ ἁίσμα ἁιάζ᾿νι οὑ κόσμους τὰ χουράφιˬα τ᾿ς, τ᾿ ἀμπέλιˬα τ᾿ς κιˬ οὕλα τὰ πράματα τ᾿ς Αἰτωλ. || Παροιμ. Πιέ, γάδαρε, ἁγιˬάσμα (ἐπὶ τοῦ παρ᾿ ἀξίαν τιμωμένου) Ἤπ. Θέλεις δὲ θέλεις, γάιδαρε, πιˬὲ ἁγίασμα (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀνάγκης ποιοῦντος τι) Μακεδ. (Θεσσαλον.) || ᾎσμ. Ἐβὼ σὲ θέλω νά ᾿ρεσαι τοὶς τρεῖς γεˬορτὲς τὸ χρόνο, τὴ Γέννησι γιˬὰ τὸ Χριστόν, τὰ Φῶτα γιˬὰ τ᾿ ἁγιˬάσμαν τσαὶ τὴ μεάλην Πασκαλιˬὰ γιˬὰ τὸ Χριστὸς ἀνέστη Μεγίστ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Ἔκθεσ. Βασιλείου τάξεως 141,13 (ἔκδ. Βόνν.) «λαβὼν ὁ πατριάρχης ἁγίασμα ἐπιχέει ἐπὶ ταῖς χερςὶ τοῦ βασιλέως, ὁ δὲ βασιλεὺς νιψάμενος τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλὴν ἀλείψας καὶ τὸ πρόσωπον καὶ εἰ θέλει πιὼν ἐξ αὐτοῦ...ἀπέρχεται».Συνών. ἁγιˬασμόνερο, ἁγιˬασμὸς 2. β)Ράντισμα δι᾿ ἡγιασμένου ὕδατος Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. Βυζ. 3)Ὕδωρ. πηγαῖον ἢ φρεάτιον συνήθως γειτνιάζον πρὸς ναὸν καὶ ἱερὸν διὰ τοῦτο θεωρούμενον, πινόμενον δὲ πρὸς ναὸν καὶ ἱερὸν διὰ τοῦτο θεωρούμενον, πινόμενον δὲ πρὸς ἠθικὸν ἁγιασμὸν καὶ σωματικὴν θεραπείαν, ἀρχ. «ἱερὸν ὕδωρ» (πβ. ΜΣτεφανίδ. Συμβολ. εἰς τὴν ἱστορίαν φυσ. ἐπιστημῶν 144) πολλαχ. β)Μεταλλικὸν ὕδωρ ἱερὸν θεωρούμενον Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γ)Ἡ πηγή, ἐξ ἧς ἀναβλύζει τὸ ἱερὸν ὕδωρ πολλαχ.:Πηγαίνουν τὸν τρελλὸ ᾿ς τὸ ἁγίασμα τῆς Παναγίας Ἑρμούπ. Πηγαίνουν ᾿ς τ᾿ ἁγιˬάσματα κιˬ ἀφίνουν τὴ ζούρα τους (τὴν ἀσθένειαν) Θρᾴκ. Ἡ λ. τοὺς τύπ. Ἁγίασμα, Ἁγιˬάσμα καὶ Ἀγιˬάσματα καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. δ)Τόπος ἱερός, ἐν ᾧ οἱ ἐπισκέπται προσδένουν εἰς τοὺς θάμνους τεμάχια τῶν ἐνδυμάτων αὐτῶν ἢ τρίχας Θρᾴκ. Λέσβ. 4)Μύρον ἀναβλύζον ἐκ τοῦ σώματος ἁγιάσαντος μετὰ θάνατον ἀνθρώπου Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. κ.ἀ.:Ἁγιˬάσμα νὰ βγάλ᾿νι τὰ κόκκαλα σ᾿! (εὐχὴ) Αἶν. 5)Νόμισμα Βυζαντιακὸν φέρον ἐγκεχαραγμένον σταυρὸν καὶ ἀποδιδόμενον εἰς τὸν ἅγιον Κωνσταντῖνον, διὰ τοῦτο δὲ θεωρούμενον ὡς ἀντικείμενον ἱερὸν καὶ καθωσιωμένον καὶ ἔχον δύναμιν θαυματουργόν. Τοῦτο τιθέμενον ἐν ζύμῃ ἀντὶ προζυμίου προκαλεῖ τὴν ζύμωσιν Στερελλ. (Βοιωτ.) Συνών. ἁγικωνσταντινᾶτο, κωνσταντινᾶτο. 6)Εὐφημητ. ὁ μικρομύκης βοτρυΐτης (botryitis bassiaca) ὁ προξενῶν τὴν νόσον τοῦ μεταξοσκώληκος μυκητίασιν, ἤτοι τὸ σχηματιζόμενον ἐπὶ τοῦ ἐντόμου εὐρωτῶδες ἢ ζαχαρῶδες ἐπίχρισμα Κύπρ. Συνών. ζαχαρωτή, μούχλα. 7)Τὸ δεύτερον ὑποδεέστερον γλεῦκος ἢ ἀφίνεται μόνον πρὸς ζύμωσιν καὶ παρασκευὴν προχείρου ὑδαροῦς οἴνου (ἡ σημ. πιθανῶς ἐκ τῆς ἀνωτέρω νόσου τῶν μεταξοσκωλήκων, διότι ὁ οἷνος οὗτος εὐκόλως εὐρωτιᾷ ἐκ τοῦ μύκητος mycoderma vini) Ἀθῆν. Κίμωλ. Πάρ. κ.ἀ. β)Τὸ εἰς τὸν οἷνον προστιθέμενον ὕδωρ Ἀθῆν. 8)Ὁ καταστὰς ἀτροφικός, ἰσχνὸς καὶ σκελετώδης Στερελλ. (Αἰτωλ.):Τοῦτ᾿ τοὺ πιδὶ γίν᾿κι ἁγίασμα. Ἔχ᾿ ἕνα πιδὸ ἁγίασμα ᾿λότιλα. Συνών. φρ. Ἔγινι πετσὶ καὶ κόκκαλο. Πβ. ἁγιˬάζω Β5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA