ἁγιˬασματάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬασματάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬασματάρι τό, πολλαχ. ἁάσματάρ᾿ Πόντ. (Χαλδ.) ἁεσματάρ᾿ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁγίασμα.

Σημασιολογία

1)Τὸ σκεῦος, ἐν τῷ ὁποίῳ γίνεται ὁ ἁγιασμός, ἢ σκεῦος περιέχον ἡγιασμένον ὕδωρ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. Βυζ. Συνών. ἁγιˬασματερό. 2)Πήρα ἐξ ὑφάσματος ἢ δέρματος, ἐν τῇ ὁποίᾳ φυλάττονται ὑπὸ τοῦ ἱερέως τὰ εἰς τὴν τέλεσιν τοῦ ἁγιασμοῦ ἀναγκαιοῦντα ἀντικείμενα, ὁποῖα εἶναι τὸ εὐχολόγιον, τὸ ἐπιτραχήλιον, ὁ σταυρὸς καὶ ὁ θαλλὸς τοῦ ἁγιασμοῦ Κῶς. 3)Εὐχολόγιον, ἤτοι βιβλίον ἐκκλησιαστικὸν περιέχον πρῶτον τὴν ἀκολουθίαν τοῦ λεγομένου μικροῦ ἁγιαμσοῦ, ὅθεν ἡ ὀνομασία, εἶτα δὲ καὶ ἄλλας, οἷον τῆς παρακλήσεως, τοῦ βαπτίσματος, τοῦ στεφανώματος καὶ τοῦ εὐχελαίου, ὁμοίως τὴν νεκρώσιμον ἀκολουθίαν καὶ διαφόρους εὐχὰς ἀναγινωσκομένας εἰς ποικίλας περιστάσεις, οἷον εἰς λεχώ, εἰς ἀσθενοῦντα, εἰς βασκανίαν, εἰς εὐλόγησιν ἀγροῦ, σπόρου, ἀμπελῶνος, οἴνου, τυροῦ, ᾠῶν, βαΐων κλπ. κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/