ἁγιˬασματερὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬασματερὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬασματερὸ τό, Πάτμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁγίασμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερό. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τὸ ὅμοιον ἀναματερὸ παρὰ τὸ ἀνᾶμα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

Δοχεῖον τοῦ ὕδατος τοῦ ἁγιασμοῦ. Συνών. ἁγιˬασματάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/