ἁγιˬασμόνερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬασμόνερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬασμόνερο τό, ἁγιˬασμόνερον Πόντ. (Σάντ.) ἁγιˬασμόνερο Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἁγιˬασμὸς καὶ νερό.
Σημασιολογία
Τὸ ὕδωρ τοῦ ἁγιασμοῦ, ἰδίως δὲ τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Συνών. ἁγίασμα 2, ἁγιˬασμὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA