ἀγκραΐου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκραΐου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκραΐου Τσακων. ἀγκραΐχου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκραίνου καθὰ κατσαίνου- κατσαΐου, χορταίνου-χορταΐου. Πβ. GAnagnostopoulos Tsakon. Gramm. 50.
Σημασιολογία
Ἀγκιστρώνω, πιάνω κἄτι, ὅπως ἡ γαλῆ διὰ τῶν ὀνύχων αὑτῆς, τσακώνω: Ἀγκραΐε νι σὰν τὰν κατσούα τζ᾿ ἐσούστε (τὸν ἔπιασε ὡς ἡ γαλῆ καὶ ἐσώθη). Ἁ γρία ἀγκραΐε νι σὰν τὰ ψούρα νά νι πῇ (ἢ κῇ) γαμπρὲ (ἡ γραῖα τοῦ ἐκόλλησε ὡς ψώρα διὰ νὰ τὸν κάμῃ γαμβρόν). || ᾎσμ. Οἱ γερανοὶ μὲ ἄγγαϊ τσαὶ τἄνου τὰ φτερά σου ᾿γκραΐα τὰ νυχάτσα μι (οἱ γέρανοι μὲ ἔφεραν καὶ ἐπάνω εἰα τὰ πτερά των ἐκόλλησα τὰ νυχάκια μου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA