ἁγιˬασούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬασούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἁγιˬασούρα ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἅγιˬασι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρα.
Σημασιολογία
Τὸ σκεῦος τοῦ ἁγιασμοῦ, ἐν ᾧ ἐμβάπτων ὁ ἱερεὺς τὸν θαλλὸν ραίνει:Φρ. Πῆρε τὴν ἁγιˬασσούρα καὶ πάει (ἐπὶ ἱερέως ἀναξιοπρεπῶς ἐπαιτοῦντος). Συνών. ἁγιˬαστῆρα 1, φωτιστήρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA