Ἁγιˬὰ-Σοφιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἁγιˬὰ-Σοφιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

Ἁγιˬὰ-Σοφιˬὰ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Ἁγιˬὰ-Σοφκιˬὰ Κύπρ. Ἁγιˬὸ-Σοφιˬὰ Πόντ. (Κερασ.) Ἁγὶ-Σοφιˬὰ Πόντ. (Κερασ.) Ἅι-Σουφιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἁε-Σοφία Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἁγία καὶ τοῦ οὐσ. σοφία. Οἱ τύπ. Ἁγιˬὸ- Ἁγὶ- Ἅι- Ἁε- εἶναι τοῦ ἀρσ. ἅγιος κατισχύσαντες ἀναλογικ. καὶ ἐπὶ τοῦ θηλ. γέν. Πβ. ἁγιˬὰ-Βαρβάρα.

Σημασιολογία

Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱστορικὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀνεγερθεὶς ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ καὶ ἀποτελῶν διὰ πάντων τῶν αἰώνων μέχρι τῆς ἁλώσεως τὸν καθολικὸν ναὸν καὶ τὸ κέντρον τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου ἔνθ᾿ ἀν.:Ἡ Ἁγιˬὰ-Σοφκιˬὰ τῆς Πόλις ἔν᾿ ἀκουσμένη ᾿ς οὕλ-λον τὸν κόσμον Κύπρ. Ποῦ νἀ μ᾿ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ λουτουρκηθῶ μέσ᾿ ᾿ς τὴν Ἁγιˬὰν-Σοφκιˬάν! (εὐχὴ ὑπὲρ ἀνακτήσεως τοῦ ναοῦ ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν) Κύπρ.|| ᾌσμ. Σημαίν᾿ ἡ γῆ, σημαίν᾿ ὁ Θεός, σημαίνουν καὶ τ᾿ οὐράνα, σημαίνει κ᾿ ἡ Ἁγὶ-Σοφιˬά, τὸ μέγα μοναστήριν Κερασ. Βόηθα ἁ-Νικόλα ᾿π᾿ τὰ Καμπιˬὰ καὶ Ἅι-Σοφιˬὰ ᾿π᾿ τὴν Πόλι Αἰτωλ. Ἡ λ. ὡς τοπων. κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/