ἁγιˬαστήρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬαστήρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἁγιˬαστήρα ἡ, σύνηθ. ἁιˬαστήρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἁγιˬαστούρα σύνηθ. γιˬαγιˬαστούρα Στερελλ. (Ἀραχ.) ᾿γιˬαστούρα Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἁγιαστήριον=τόπος ἅγιος. Τὸ ἁγιˬαστούρα κατὰ τὸ βρεχτούρα. Τὸ γιˬαγιˬαστούρα ἐξ ἀναπτύξεως τοῦ γ μεταξὺ τοῦ ἄρθρ. ἡ καὶ τοῦ ἀρκτικοῦ φων., ὡς ἡ-γ-ἁγιˬαστούρα, ὅθεν ἡ γιαγιˬαστούρα. Τὸ ᾿γιˬαστούρα κατὰ τὸ ᾿γιάζω.

Σημασιολογία

1)Τὸ σκεῦος τοῦ ἁγιασμοῦ, ἐν ᾧ ἐμβάπτων ὁ ἱερεὺς τὸν θαλλὸν ραίνει κοιν.:Νὰ πάτε νὰ ᾿βρετε μιˬὰ ᾿γρα͜ιὰ καὶ νὰ πάρῃ λυγαρεά, νὰ σᾶς ράν᾿ ἀπ᾿ τὴ ᾿γιˬαστούρα καὶ νὰ γίνετε καλὰ (ἐπῳδ.) Κύθν. || Φρ. Τί πῆρις τ᾿ν ἁιαστήρα! (διατί περιέρχεσαι τὰς οἰκίας! ἐνν. ὡς ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Θεοφανείων) Αἰτωλ. || ᾎσμ. Φεύγατε νὰ φεύγωμε, | γιατ᾿ ἔρχετ᾿ ὁ τουρλόπαππας μὲ τὴν ἁγιˬαστήρα του | καὶ μὲ τὴν πλαστήρα του (ταῦτα λέγουν πρὸς ἀλλήλους οἱ καλλικάντζαροι ἐγκαταλείποντες τὴν γῆν ἐπὶ τῇ θέᾳ τοῦ ἁγιάζοντος κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων ἱερέως. Πβ. ΝΠολίτ. Παραδ. 2, 1304, ἔνθα καὶ ἄλλαι παραλλαγαὶ) Πελοπν. (Καλάμ.). Συνών. ἁγιˬασούρα, φωτιστήρα. 2)Θαλλὸς βασιλικοῦ ἢ ἄλλου φυτοῦ, τὸν ὁποῖον ἐμβάπτων ὁ ἱερεὺς εἰς ὕδωρ ἁγιασμοῦ ραίνει, ραντιστήριον σύνηθ.:Μᾶς φώτισε ὁ παππᾶς μὲ τὴν ἁγιˬαστούρα του Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/