ἀβγοστούππι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοστούππι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγοστούππι τό, ἀμάρτ. ἀβγουστούππ᾿ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ στουππί.

Σημασιολογία

Ἀλοιφὴ τῆς λαϊκῆς φαρμακευτικῆς τέχνης κατασκευαζομένη ἐκ λευκώματος ᾠοῦ σάπωνος καὶ ἐλαίου, ἡ ὁποία ἐπαλειφομένη εἰς πυώδη ἀποστήματα ἐπιταχύνει τὴν ὡρίμανσιν αὐτῶν καὶ διευκολύνει τὴν ἐκροὴν τοῦ πύου (τὸ β΄ συνθετ. στουππί ἐξηγεῖται ἐκ τοῦ στυππεῖον χρησιμοποιεῖται πολλάκις ὡς ἐπίδεσμος εἰς πληγὰς ἢ ἔλκη, διότι νομίζεται, ὅτι ἔχει θεραπευτικὰς ἰδιότητας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/