ἄγιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγιˬαστος ἐπίθ. Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἁγιˬαστὸς<ἁγιˬάζω τοῦ ἀρκτικοῦ α προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ὁ ἀδιάφορος πρὸς τὰ θεῖα, ἀσεβὴς (ἐσήμαινε τὸ πρῶτον κυριολ. τὸν μὴ ἁγιαζόμενον): Ἄγιˬαστος ἄνθρωπος, δὲν πατάει ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬά, κερὶ ποτέ του δὲν ἀνάβει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/