ἁγιˬάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁγιˬάτικος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άτικος.

Σημασιολογία

1)Ὁ εἰς ἅγιον ἀφιερωμένος Πελοπν. (Λακων. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.):Σφαχτὰ ἁγιˬάτικα (ζῷα ἁφιερωμένα εἰς ἅγιον, τὰ ὁποῖα σφάζονται κατὰ τὴν ἑορτὴν του πρὸς ἑστιάσιν τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὴν) Μεσσ. Τὸ ἁγιˬάτικο πρᾶμα, ἑφτὰ φορὲς νὰ πλερωθῇ, πάλι ἁγιˬάτικο ἔναι Λακων. Θενὰν τὰ γράψω ἁγιˬάτικα (ἐνν. τὰ κτήματα) Μάν.|| Φρ. Νὰ τὸ τάξῃ ἁγιˬάτικο! (νὰ ἀσθενήσῃ, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ τὸ ἀφιερώσῃ! Ἀρὰ) Λακων. Ἁγιˬάτικο νὰ μείνῃ! (ἐνν. τὸ κτῆμα, ἤτοι ἔρημον, ἀδέσποτον) Μάν. Ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἁγιˬάτικο καὶ Ἁγιˬάτικη Καρυδέα τοπων. Πελοπν. (Μάν.) 2)Τὸ οὐδ. οὐσ., κατηραμένον πρᾶγμα (ὡς τὸ κτῆμα τὸ μένον ἄνευ νομίμου ἐκ κληρονομίας κυρίου) Πελοπν. (Λακων. Μάν.):Κάτς, ἁγιˬάτικο! (πρὸς γαλῆν) Μάν. Ὄξω ἁγιˬάτικα! (πρὸς ζῷα) Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/