ἀβγοτάραχο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοτάραχο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγοτάραχο τό, ὠβγοτάραγον Πόντ. ἀβγοτάραχο σύνηθ. ἀβγουτάραχου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿βοτάραχο Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ᾿βουτάραχου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Μεσν. ἀβ(γ)οτάραχον ἐκ τοῦ ἀβγοτάριχος κατ᾿ ἀφομ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13 (1916/7) 178. Πβ. Πρόδρομ. 3,281 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «καὶ πωρινὰ ἀβ(γ)οτάραχα διὰ τὴν ἀνορεξίαν».
Σημασιολογία
1)ᾨὰ ἰχθύος, ἰδίως τοῦ κεφάλου, τὰ ὁποῖα συσκευάζονται διὰ καταλλήλου ταριχεύσεως καὶ σχηματιζόμενα εἰς σχῆμα διδύμων λοβῶν περιβάλλονται διὰ λεπτοῦ στρώματος κηροῦ πρὸς διατήρησιν σύνηθ. καὶ Πόντ.: Τὸ ἀβγοτάραχο λᾳδίζει (ἐπὶ τοῦ λιπαροῦ καὶ δυσκόλως ξηραινομένου ἀβγ.) Μεσολόγγ. Εἶναι σὰν ἀβγοτάραχο (ἐπὶ φίλων ἀχωρίστων. Ἡ μεταφ. ἐκ τῶν συνηνωμένων δύο λοβῶν τοῦ ἀβγοτάραχου) ἀγν. τόπ. 2)Πληθ. ἀβγοτάραχα μεταφ. οἱ ἀνά δύο συμβαδίζοντες Κρῆτες χωροφύλακες (σημ. μᾶλλον σκωπτικὴ διὰ τὴν ὁμοιότητα πρὸς τοὺς συνηνωμένους δύο λαβοὺς τοῦ ἀβγοταράχου) Ἀθῆν. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA