ἀγιˬάτρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬάτρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγιˬάτρευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀγιˬάτριφτους βόρ. ἰδιώμ. ἀδάτρευτος Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γιˬατρευτὸς<γιˬατρεύω, παρ᾿ ὃ καὶ δατρεύω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ θεραπευθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ θεραπευθῇ, ἀνίατος κοιν. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.):Ἀγιˬάτρευτη ἀρρώστιˬα-πληγή. Πῆγε γιˬὰ νὰ γιˬατρευτῇ καὶ γύρισε ἀγιˬάτρευτος κοιν. Τοὺν ἄφ᾿καν ἀγιˬάτριφτου τοὺν ἄνθρουπου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ έρι μ᾿ ἐπέμ᾿νεν ἀγιˬάτρευτον (τὸ χέρι μου ἔμεινε ἀγ.)Τραπ.|| Φρ. Ἔχω ἀγιˬάτρευτη πληγὴ (ἐπὶ ἔρωτος ἢ μνησικακίας) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. ἄγιˬανος, ἄγιˬατος. 2)Οὐσ. τὸ ἀνίατον νόσημα, συνήθως ἐπὶ κακοήθους δερματικοῦ ὄγκου Στερελλ. (Αἰτωλ.):Ἔ, π᾿ τ᾿ ἀγιˬάτριφτου νὰ βγα᾿ς! (ἀρὰ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA