ἀβγότσωφλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγότσωφλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγότσωφλο τό, ᾠβγότσεπλον Πόντ. (Τραπ.) ᾠβγοτσέπλι Πόντ. (Ὄφ.) ᾠβγοτσέπλ᾿ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ᾠβγοτσέπλι Πόντ. (Ὄφ.) ᾠβγοτσέπλ᾿ Πόντ. (Ὄφ.) ἀβγότσωφλο σύνηθ. ἀβγότσουφλο Ἰόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. κ.ἀ.) ἀβγότσουφλου Σάμ. κ.ἀ. ἀβγόφλουτσο Ζάκ. Κρήτ. ἀβγότσεφλο Λεξ. Βυζ. ἀβγότσιφλου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Λέσβ. Μακεδ. ἀβγότιφλου Θρᾴκ. (Κομοτ.) ἀβγότιφλον Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ τσώφλι. Τὸ ἀβγότσουφλο ἥδη παρὰ Δουκ. (λ. αὐγὸ) ὑπὸ τὸν τύπ. ἀβγότσουφλον. Τὸ ἀβγόφλουτσο κατὰ μετάθ. φθόγγ.

Σημασιολογία

Τὸ κέλυφος τοῦ ᾠοῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐμαέρεψα τ᾿ ᾠβγὰ καὶ τὰ ᾠβγότσεπλ ἐχάσα (ἐμαγείρευσα τὰ ᾠὰ καὶ τοὺς φλοιοὺς ἀπέρριψα) Τραπ.|| Φρ. Ἀκόμα τ᾿ ἀβγότσιφλου δὲν=ἦβγι ἀπ᾿ τ᾿ μύτ᾿ τ᾿ (ἀκόμη τὸ ἀβγότσωφλο δὲν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν μύτιν του. Ἐπὶ ἀνηλίκου ἔχοντος ἀξιώσεις ἀναρμόστους εἰς τὴν ἡλικίαν του. Ἡ μεταφ. ἐκ τῶν ἄρτι ἐκκολαφθέντων νεοσσῶν) Λέσβ.|| Παροιμ. Ἀπὸ τ᾿ ἀβγότσουφλο μαλλὶ καὶ ἀπὸ τ᾿ ἀνύχι γάλα (ἐπὶ ἀπόρου καὶ ἀναξιοχρέου ἀφειλέτου, παρὰ τοῦ ὁποίου μάταιον εἶναι νὰ περιμένῃ τις τὴν ἀπόδοσιν τῶν ὀφειλομένων, ἢ ἐπὶ ἐπιχειρήσεως, ἡ ὁποία οὐδὲν κέρδος φέρει. Ἰδ. ΓΠολίτ. Παροιμ. 2,618, πβ. καὶ 609) Ἰόνιοι Νῆσ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγόκουππα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/