ἅγι - Βασίλεις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅγι - Βασίλεις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἅγι-Βασίλεις ὁ, ἐνιαχ. ἅι-Βασίλεις σύνηθ. ἅγιˬο-Βασίλεις Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ἅις-Βασίλεις Κάρπ. κ.ἀ. ἅι-Βασί᾿ς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σούφλ. κ.ἀ.) ἅι-Βασίλτς Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) ἁε-Βασίλτς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ὀν Βασίλεις.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τοῦ ὁποίου ἡ ἑορτὴ τελεῖται τὴν 1ην Ἰανουαρίου, πρώτην ἡμέραν τοῦ ἔτους κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.):Ἀνήμερα τ᾿ ἅι-Βασιλε͜ιοῦ. Ξημερώνει τ᾿ ἅι-Βασιλε͜ιοῦ σύνηθ. || Φρ. ἅγιˬο-Βασίλεις ἔρχεται, Γενάρις ξημερώνει Ἤπ. Τ᾿ ἁι-Βασιλε͜ιοῦ ἡ μῆνας (ὁ Ἰανουάριος) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τό κακό τ’ ἅι-Βασιλε͜ιοῦ (τὸ χαρτοπαίγνιον συνηθιζόμενον κατ᾿ ἐξοχὴν τὴν νύκτα τῆς παραμονῆς τῆς πρῶτης τοῦ ἔτους) Κεφαλλ. Δὲν εἶνι πάντα τ᾿ ἁγιˬοῦ-Βασιλε͜ιοῦ (δὲν εἶναι ὅλαι αἱ ἡμέραι ἑορτῶν καὶ ἀπολαύσεων ἡμέραι καθὼς ἡ πρώτη τοῦ ἔτους. Πβ. ἅγι-Γεˬώργις 1, ἅγι-Γιˬάννης 1) Λέσβ.|| ᾎσμ. Φορεῖ τα τῆς Πεντηκοστῆς ποῦ ᾿ναι μεγάλη μέρα, φορεῖ τα τ᾿ ἅι-Βασιλειοῦ ποῦ δκιοῦν τὴν πουλουστρέναν δίδουν τὸ πρωτοχρονιάτικον δῶρον) Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. κοιν. 2)Τὰ κάλανδα, ἤτοι τὸ πασίγνωστον ᾆσμα «ἅγιο-Βασίλεις ἔρχεται | ἀπὸ τὴν Καισαρεία, | βαστᾷ εἰκόνα καὶ χαρτὶ | χαρτὶ καὶ καλαμάρι κτλ.», τὸ ὁποῖον παῖδες περιερχόμενοι τὰς οἰκίας τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς ψάλλουν πρὸ τῆς εἰσόδου ἑκάστης οἰκίας καὶ λαμβάνουν δῶρα παρὰ τοῦ οἰκοδεσπότου πολλαχ.:Πάμε νὰ ποῦμε τὸν ἅι-Βασίλει. Μᾶς τὸν εἶπαν τὸν ἅι-Βασίλει. 3)Ἡ πίττα ἡ κατασκευαζομένη κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἐντὸς τῆς ὁποίας τίθεται νόμισμα Κύπρ. Συνών. ἁγιβασιλίτσα 1, ἁγιβασιλόπιττα, βασιλόπιττα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA