ἁγιγιˬαννίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιγιˬαννίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγιγιˬαννίτικος ἐπίθ. Θρᾴκ. Χίος ἁιγιˬαννίτικος Ἰων. (Κρήν.) Χίος ἁγιˬαννίτικος Χίος ἁιγιˬαννίτ᾿κους Σάμ. ἁγιογιˬαννίτικος Χίος κ.ἁ. ἁγιˬουγιˬαννίτ᾿κους Θρᾴκ. (Καλλίπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἁγιγιˬαννίτης.
Σημασιολογία
1)Ὁ ὡριμάζων περὶ τὸ τέλος τοῦ μηνὸς Ἰουνίου (τὴν 24ην τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου) ἔνθ᾿ ἀν.:Ἁιγιˬαννίτικη ἀμυγδαλεˬὰ Χίος Ἁιγιˬαννίτικη συκεˬὰ Κρήν. Ἁγιˬογιˬαννίτικα ἀμύγδαλα Χίος Ἁγιˬουγιˬαννίτ᾿κα σῦκα Καλλίπ. Ἁγιγιˬαννίτικα σῦκα Θρᾴκ. Συνών. ἁγιγιˬαννιˬώτικος. 2)Μεταφ. λεπτοφυής, ἰσχνός, εὐπαθὴς (ὡς τὰ λεπτόφλοια ἁγιˬογιˬαννίτικα ἀμύγδαλα. Ἰδ. ἀνωτ. 1) Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA