ἀγκυλώνω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκυλώνω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκυλώνω (I)Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν.) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ. – ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 285,10 ἀgυλώνω Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀγκυλ-λώνω Νίσυρ. Ρόδ. Χίος ἀgυλ-λώνω Σύμ. ᾿gυλώνω Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) ᾿γκυλ-λώνω Κῶς Ρόδ. ᾿gυλ-λώνω Σύμ. ἀτζυλώνου Λέσβ. ἀτζ᾿λώνου Κυδων. ἀντζυλ-λώνω Χίος (Ὄλυμπ.) ᾿τζυλώνω Εὔβ. (Κάρυστ.) ἐντζυλώνω Ἀμοργ. ἐντζυλ-λώνω Χίος ἀγκελώνω Βιθυν. (Κατιρ.) Ζάκ.) Κέρκ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Καλάμ. Μεσσ. Σουδεν. κ.ἀ.) Παξ. Σίφν. ἀgελώνω Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Οἰν.) κ.ἀ. ᾿γκελώνω Κῶς Ρόδ. Σίφν. ᾿gελώνω Κάλυμν. Σῦρ. ᾿γκελ-λώνω Κάρπ. ἀτζελώνω Ἄνδρ. ᾿τζελώνω Σῦρ. ᾿γκελ-λώνω Κάρπ. ἀτζελώνω Ἄνδρ. ᾿τζελώνω Σῦρ. ἀντζελ-λώνω Κάρπ. Χίος (Πυργ.) ᾿τσυλώνω Μέγαρ. Χίος (Ἀνάβατ.) ᾿τσυλώνου Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾿τελ-λών-νω Κύπρ. ἀγκιλώνου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀgιλώνου Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκόπ. ἀγκαλώνου Θρᾴκ. ᾿τζ᾿λώνου Λέσβ. ἀντζελούου Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ρ. ἀγκυλώνω. Ὁ τύπ. ἀγκιλώνου ἀπὸ τοῦ ἀγκελώνω, ὁ δὲ ἀγκαλώνου προῆλθε κατ᾿ ἀφομ. ἐξακολουθητικήν. Τὸ ἀντζελούου ἐκ τοῦ ἀγκελώνω καθὰ ἀβούου ἐκ τοῦ λαβώνω. Εἰς τὸ ᾿τσυλώνω παρατηρητέα ἡ τροπὴ τοῦ ἐρρίνου γκ εἰς τὸ ἄηχον κ.

Σημασιολογία

Α)Κυριολ. 1)Κεντῶ δι᾿ ἀγκυλίου, ἀκάνθης κττ., νύσσω, κεντρίζω Βιθυν. (Κατιρ.) Εὔβ. Ζάκ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἰθάκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Γορτυν. Δημητσάν. Σουδεν. Μάν. Μεσσ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) Χίος κ.ἀ.: Μ᾿ ἀgύλωσε ὁ ἀσπάλαθος- ἡ μέλισσα κττ. Κρήτ. κ.ἀ. Ἐγκελ-λώθην ὁ ἄντρας μου κ᾿ ἐκυλ-λοκα(θ)ίστην (ἐγένετο οἱονεὶ κυλλὸς) Κάρπ. Ἀgελώθηκε μὲ μιˬὰ σφίgλα χωρὶς νὰν τὸ καταλάβω (σφίgλα=καρφὶς) Ἰθάκ. Τοὺν ἀgίλουνι μὶ μιˬὰ τσουκνίδα Σκόπ. Μὲ ᾿γκέλωσες μὲ τὴν καρφίτσα Κῶς Ἀγκελώνουν τὰ σκιζόνευρα Σουδεν. Ἐτέλ-λωσα τὸ έριν μου μὲ τὴν ἀγκάθ-θαν Κύπρ. Ἔρρεξα ᾿πὸ μέσ᾿ ᾿ς τὲς ἀγκάθ-θες τ᾿ ἐτελ-λώθηκα αὐτόθ. Ἐκόβα τραντάφυα τζαὶ μ᾿ ἀντζελοῦτζε ἕνα οῦλε (ἔκοψα τριαντάφυλλα καὶ μ᾿ ἀγκύλωσε μία ἄκανθα) Τσακων. Ἀνέβηκα ᾿ς τὴ λεϊμονεˬὰ καὶ ἀgελώθηκε Μάν. ᾿Τζιλώθ᾿κι αὐτὴ ἀπ᾿ τοὺ βιλό.’Λέσβ. Μ᾿ ἀγκέλουσι μιˬὰ ἀγκαθεˬὰ ᾿ς τοὺ χέρ᾿ Αἰτωλ. Δὲν ἀγκιλώ᾿ αὐτεῖνου τ᾿ ἀγκάθ᾿ αὐτόθ. Δὲν πιρπατάου ξυπόλ᾿τους, γιˬατ᾿ ἀγκιλώνουμι αὐτόθ. Θὰ βγάλωμε τὲς μέλισσες νὰ τοὺς ᾿τσυλώσουσιν νὰ κωλώσουσιν (νὰ ἐπιστρέψουν) Χίος || Παροιμ. Τ᾿ ἀγκάθι ποῦ θ᾿ ἀγκυλώνῃ φαίνεται ΙΒενιζελ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἀγκελώθηκε ἡ βασιλοπούλλα μὲ τ᾿ ἀβγὸ (ἐπὶ τῶν μαλθακῶν καὶ εὐαισθήτων) Κατιρ. Τ᾿ ἀγκάθι ἀπὸ μικρὸ ἀγκυλώνει Ἀρκαδ. (Συνών. φρ. ἡ καλὴ μέρα ἀπὸ τὸ πρωὶ φαίνεται). Ἡ ἀγκαθεˬὰ ᾿ς τὸ πόδι | πονεῖ καὶ ἀγκυλώνει (ἐπὶ τοῦ περιφροντίδος ἕνεκα κρυφίου τινὸς κακοῦ) Γορτυν. Δημητσάν. || ᾌσμ. Νὰ ᾿μουνα τςῆ γῆς βελόνι νὰ πατῇς νὰ σ᾿ ἀγκελώνῃ Ζάκ. Ἐπάνω ᾿ς τὸν ἀσπάλαθρο κεντᾷ ἡ γρα͜ιὰ τὸν γέρω κιˬ ὁ γέρως ἐγκυλώνετον κ᾿ ἡ γρα͜ιὰ ἐχαμογέλαν Χίος (Καρδάμ.) Ἀσπάλαθ-θέ μου, τί κεντᾷς, βάτε, τί μὲ ᾿γκελώνεις; Ρόδ. Συνών. ἀγκαθίζω 1. β)Ἀπροσ. μ᾿ ἀgελώνει, ἀγκυλώνομαι, αἰσθάνομαι νυγμὸν Ἰθάκ. Πβ. μὲ διψάει, μὲ πεινάει κττ. 2)Πιάνομαι κάπου, στηρίζομαι Πελοπν. (Οἰν.): Πρέπει ν᾿ ἀgελώσῃ ἀπάνω ᾿ ςτὸ γαμρπὸ ἡ νύφη καλὰ καὶ δυνατά. Β)Μεταφ. 1)Ἐρεθίζω, πειράζω, ἐνοχλῶ, ἀρχ. δάκνω Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Λέσβ. Ρόδ. κ.ἀ.: Τία σοῦ κάνω τσαὶ μ᾿ ἀντζελ-λώνεις; Κάρπ. Ὁ λόγος σου ἀgελώνει Κύθν. Μὴ μὲ ᾿τζ᾿λώ᾿ς Λέσβ. β)Παρακινῶ, παροτρύνω, παροξύνω (ἐπὶ κακοῦ), διαβάλλω Κάρπ. Σῦρ.:Δὲν τήνε ᾿τζελώνω ᾿γὼ Σῦρ. Τόνε ᾿τζέλωσε μαζί μυο (τὸν ἔβαλε νὰ ἐρίσωμεν) αὐτόθ. Μέσ. δὲν ἡσυχάζω Λέσβ. 2)Βλάπτω, τιμωρῶ Κρήτ.: Φοβᾶται τονε, γιˬατὶ ἀgυλώνει Κρήτ. 3)Ἐπὶ ἐρωτικοῦ πάθους, πλήττω, κεντρίζω Κέρκ. Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.): ᾌσμ. Σὰ δὲ gατέχῃς ν᾿ ἀγαπᾷς, καρδιˬὲς μὴν ἀgυλώνῃς Κρήτ. Δὲν εἶν᾿ ἀγάπη νὰ πονῇ, ἀγάπη ν᾿ ἀgυλώνῃ αὐτόθ. Ἡ ἀγάπη ᾿ναι καρφίτσα κιˬ ἀγκελώνει ᾿ς τὴν καρδιˬὰ καὶ μ᾿ ἀγκέλωσε καὶ μένα καὶ δὲ βρίσκω γιˬατρειὰ Κέρκ. Ἡ άγάπη ᾿ναι βελόνι | ᾿ς τὴ gαρδούλλα π᾿ ἀgελώνει Οἰν. 4)Οἱονεὶ δι᾿ ἐμβολίου μεταδίδω, ἐμβολιάζω, ἐπὶ νοσημάτων, οἷον διφθερίτιδος, ἀφροδισίων παθῶν, φθίσεως Σῦρ. Χίος: Ἅμα ᾿τζελωθῇ, γιˬατρεύεται Σῦρ. Οἱ στσύλλες ᾿τζελώνουνται ἀπὸ πάθη αὐτόθ. Πβ. τσιτώνομαι. 5)Ἐπὶ δαιμονικῆς ἢ ἐξωτικῆς ἐπηρείας, βλάπτω εἴτε σωματικῶς εἴτε ψυχικῶς, στρεβλῶ, παραλύω, διαστείω τὰς φρένας, καθιστῶ τινα ἐπιληπτικὸν κττ. Κάρπ. Ρόδ. Σύμ.: Μὲ ᾿γκέλωσεν ἡ νεράιδα Ρόδ. Ἐgύλ-λωσέ τον τὴν νύχτα τὸ στοιχε͜ιὸ Σύμ. Ξωτικὸν νὰ σ᾿ εὕρῃ τσαὶ νὰ σὲ ᾿γκελ-λώσῃ! Κάρπ. Παθ. μετοχ. ᾿γυλ-λωμένος (δαιμονιζόμενος) καὶ ὁ ὁπωσδήποτε προσβεβλημένος Σύμ. Πβ. ἀλλοπαρμένος, λαβωμένος. 6)Βασκαίνω Νίσυρ. Συνών. ματιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/