ἀγιζοταγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιζοταγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγιζοταγίζω ἀμάρτ. ἀβιζοταΐζω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγιζότη ἢ ἀγιζότι καὶ τοῦ ρ. ταγίζω.

Σημασιολογία

Θέτω τὸ ἐκ πυρίτιδος ἔναυσμα εἰς τὸ διὰ πυρολίθου ἐκπυρσοκροτοῦν ὅπλον: ᾎσμ. Καὶ τὸ σαλμᾶ του ἔφκε͜ιασε | καὶ τὸν ἀβιζοτάιζε (σαλμᾶς=εἶδος ὅπλου) Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/