ἀγκυλωτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκυλωτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγκυλωτὴς ὁ, Λεξ. Κομ. ἀgυλωτὴς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀgιλουτὴς Σάμ. ᾿gυλωτὴς Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκυλώνω. Τὸ ἀgιλουτὴς ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀγκελωτής. Τὸ θηλ. ἀγκυλώτρα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀγκυλώνων, ὁ νύσσων Λεξ. Κομ. 2)Μεταφ. ὁ ἐρεθίζων,ὁ πειράζων Νάξ.: Κακὸς ᾿gυλωτὴς εἶσαι. 3)Ὁ παρακινῶν, ὁ παριτρύνων ἐπὶ κακῷ, ὁ ρᾳδιοῦργος Σάμ. ᾿Κεῖνους εἶν᾿ ἀgιλουτὴς οὑπ᾿ τσακώθ᾿καν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA