ἁγιθοδωρή

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιθοδωρή

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιθοδωρή τά, Πόντ. (Κερασ.) ἁεθοδωρή Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἁεθοδωρέ Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἅγι-Θόδωρος.

Σημασιολογία

1)Γεῦμα παρατιθέμενον ὑπὸ τοῦ ἁγιθοδωρίζοντος (πβ. τὸ ρ.) εἰς τοὺς προσερχομένους εἰς τὴν οἰκίαν του διὰ νὰ τὸν συγχαροῦν μεὰ τὴν λειτουργίαν τῶν Προηγιασμένων τὴν Τετάρτην τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς Πόντ. (Χαλδ.) 2)Τραγήματα, τὰ ὁποῖα προσφέρουν εἰς τὴν ἁγιθοδωρίζουσαν αἱ ἐπισκεπτόμεναι διὰ νὰ συγχαροῦν αὐτὴν φίλαι Πόντ. (Χαλδ.) β)Τραγήματα ἀποστελλόμενα ὑπὸ τοῦ μνηστῆρος εἰς τὴν ἁγιθοδωρίζουσαν μνηστήν του Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἁγιθοδώρισμαν 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/