ἄγκυρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγκυρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἄγκυρα ἡ, λόγ. κοιν. ἄγκουρα κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων. ἄgουρα ἐνιαχ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄγκυρα.

Σημασιολογία

1)Σιδηροῦν ὄργανον ἔχον δύο ἢ ἐνίοτε πλείονα κεκαμμένα ἄκρα ἐν σχήματι ἀγκυλῶν καὶ χρησιμεῦον εἰς τὴν ὅρμισιν τοῦ πλοίου κοιν.: Ἄγκουρα μὲ δύο νύχιˬα (ἀμφίστομος). Ἄγκυρα μὲ ἕνα νύχι (ἑτερόστομος). Ἄγκυρα μὲ τέσσερα ἀγκίστρια. Ἄγκυρα παραξάρτα (ἔφεδρος). Ἄγκυρα τῆς τσαμαδούρας (σημαντῆρος). Ἄγκυρα πινέλλο (ἐπικρεμής). Ἄγκυρα καβούρι (ἧς οἱ βραχίονες εἶναι οὐχὶ συγκεκολλημένοι, ἀλλὰ συνηρθρωμένοι μετὰ τοῦ κορμοῦ). Ρίχνω- ἀράζω τὴν ἄγκουρα (ἀγκυροβολῶ). Σηκώνω τὴν ἄγκουρα (ἀπαίρω). Δένω τὴν ἄγκουρα. Νεττάρω τὴν ἄγκυρα (εὐτρεπίζω) κοιν. || Φρ. Ρίχνω τὴν ἄγκουρα (παραμένω ἔν τινι τόπῳ διαρκῶς, ὁριστικῶς) πολλαχ. Ἔρριξε γιˬὰ καλὰ τὴν ἄγκουρά του (ἀπέθανε) Μεγίστ. Ἔρρ᾿ξι τ᾿ν ἄγκουρα τ᾿ ᾿ς τὰ γιρὰ (ἐξησφαλίσθη) Κυδων. Θέλομου ἄγκουρες γιˬὰ νὰ τὸν βαστάξωμου (μεγάλην δύναμιν διὰ νὰ τὸν συγκρατήσωμεν) Παξ. || ᾌσμ. Ἀπότε ᾿κείνη τὴ φορὰ μ᾿ ἔβαλες τὸ μαράζι, τὴν ἄγκουρα τοῦ καραβιˬοῦ νὰ ρίξῃς δὲν τὸ βγάζει Ἤπ. Ὅπου ρίξῃ παλαμάρι, | κάνει μῆνες νὰ σαλπάρῃ, ὅπου ρίξῃ ἄγκυρα, | πιˬάνει ἀπάνω κάβουρα Ἄνδρ. Καράβι πεντοκούβερτο ἦβγε νὰ ρίξῃ βόρτα, τὴν ἀγκουρά του ἔρριξεν εἰς τοῦ παςὰ τὴν πόρτα. Νίσυρ. 2)Ἀγκυροβόλιον Λεξ. Κομ. 3)Εἶδος ἀγγείου Πελοπν. (Μεσσ.) 4)Ἄγκουρα τοῦ ἁλωνιˬοῦ ἢ τοῦ στοιχεροῦ, τὸ σχοινίον τὸ ἑλισσόμενον περὶ τὸν στῦλον τοῦ ἁλωνίου κατὰ τὸ ἁλώνισμα, συνέχον δὲ τὰ ἁλωνίζοντα ὑποζύγια Εὔβ. (Κάρυστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/