ἀβγοφάγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοφάγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβγοφάγος ὁ, Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀβγοφάς Σύμ. Χίος κ.ἀ. ἀβκοφάς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τοῦ -φάγος, ὂ ἐκ τοῦ ἔφαγα, ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω. Πβ. τὸ ἀρχ. συκοφάγος κλπ. Πβ. καὶ τὸ μεταγν. ᾠοφαγῶ. Τὸ ἀβγοφάς ἐγεννήθη κατ᾿ ἀποβολὴν τοῦ γ καὶ συναλοιφὴν τοῦ άο εἰς ά.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἀγαπῶν, ὁ τρώγων ὑπερβολικῶς τὰ ᾠὰ Πελοπν. (Οἰν. κ.ἀ.) Χίος κ.ἀ. Συνών. ἀβγολόγος 3, ἀβγουλλᾶς 2. Πληθ. ἀβκοφάες, οὕτω καλοῦνται σκωπτικῶς οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου Ἀλάμπρας ὡς τρώγοντες ὑπερβολικῶς ᾠὰ Κύπρ. 2)Νοσηρὰ κατάστασις τῶν ὀρνίθων, ἕνεκα τῆς ὁποίας αὗται δὲν γεννοῦν Σύμ. Χίος κ.ἀ.: Ἔχει ἀβγοφά ἡ κόττα καὶ δὲ γεννᾷ Χίος. Πβ. ἀδερφοφάς (δι᾿ ὃ ἰδ. ἀδερφοφάγος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA