ἄγκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄγκωμα τό, ὄγκωμα Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ὄgουμα Σάμ. ἄγκωμα Παξ. Χίος κ.ἀ. ᾿γκώσμα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκώνω. Ὁ τύπ. ᾿γκώσμα ἐκ τοῦ ᾿γκώνω καθὰ δόσμα ἐκ τοῦ δώνω.
Σημασιολογία
1)Ὄγκωμα, ἐξόγκωμα Σάμ. Χίος: Τὸ ἄγκωμα τῆς τσέπης Χίος. β)Ἡ ἄνευ ἀνέμου κύμανσις τῆς θαλάσσης Παξ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Συνών. φουσκοθαλασσιˬά. 2)Μεταφ. στενοχωρία ἐκ πολυφαγίας καὶ δυσπεψίας Ἤπ. Παξ. β)Ἠθικὴ στενοχωρία, ταραχὴ Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA