ἀγκωναροῦ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωναροῦ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκωναροῦ ἡ, Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ. Μεσσήν.) ἀgωναροῦ Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκωνάρι. Διὰ τὸν σχηματισμῶν πβ. πουρνάρι- πουρναροῦ.

Σημασιολογία

1)Σκωπτικῶς ἡ τὰ ἀγκωνάριˬα, ἤτοι τὰς γωνίας τῶν οἰκιῶν, περιτρέχουσα, ἡ εἰς τὰς ὁδοὺς συνήθως εὑρισκομένη γυνὴ Πελοπν. (Βυτίν.) Συνών. καντουναρεˬά, καντουνογυρίστρα, καντουνολόγος. β)Ἡ ὠτακουστοῦσα, ἥτις οἱονεὶ προσφυομένη εἰς τὰς γωνίας τῶν οἰκιῶν παρακολουθεῖ τὰ ἐν αὐταῖς λεγόμενα ἢ τελούμενα Πελοπν. (Λακων. Μεσσήν.) κ.ἀ.:Μωρὴ ἀγκωναροῦ, ποῦ ἀφρογκάζεσαι ᾿ς τὰ ξένα σπίτιˬα! Μεσσήν. Μωρὴ ἀgωναρῦ, ποῦ τρέχεις; Λακων. Συνών. κουρκουσούρα, κουτσομπόλα. 2)Ἡ παχύσαρκος γυνὴ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πβ. ἀγκωνάρι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/