ἁγιˬογδύτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬογδύτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁγιˬογδύτης ὁ, πολλαχ. ἁγιˬογδύστης Σύμ. ἁγιˬογdύτης Κύπρ. ἁγιˬουγδύτ᾿ς Σάμ. κ.ἀ. ἁιουγδύτ᾿ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θηλ. ἁγιˬογδύτα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ρ. γδύνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ τὰ ἅγια κλέπτων, ἱερόσυλος πολλαχ.: Εἶν᾿ ἕνας ἁγιˬογδύτης ποῦ κοιτάζει νὰ πάρῃ τῆς Παναγιˬᾶς τὰ μάτιˬα Ἀθῆν. β)Ἅρπαξ, ἐπιτήδειος κλέπτης πολλαχ.:Νὰ ᾿ξερες τί ἁγιˬογδύτης εἶν᾿ αὐτὸς! Αὐτοὶ ἤτανε κλέφτες, ἁγιˬογδύτες γ)Ὁ διὰ περιποιήσεων καὶ κολακειῶν κατορθώνων νὰ ἀποσπάσῃ παρὰ τινος πρᾶγμα τι Ναξ. (Ἀπύρανθ.):Εἶd᾿ ἁγιˬογδύτα ᾿ναι ᾿φτή, γιˬὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! ἅμα νο͜ιώσῃ πῶς ἔχεις τίοτα, δὲν ἡσυχάζει ὥσπου νὰ σ᾿ τὸ πάρῃ. 2)Μεταφ. τοκογλύφος Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) 3)Φαῦλος, κάκιστος ἄνθρωπος Νάξ. κ.ἀ.κάκιστος ἄνθρωπος Νάξ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/