ἁγιˬογκόρφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬογκόρφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬογκόρφι τό, ἀμάρτ. ἁγιˬοgόρφι Ἀμοργ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. γκόρφι, περὶ οὗ ἰδ. γκόλφι.
Σημασιολογία
Ἅγιον ἐγκόλπιον, ἤτοι μικρὰ εἰκὼν ἢ θήκη περιέχουσα ἱερὰ ἀντικείμενα, ὡς ἅγιον λείψανον, τεμάχιον τιμίου ξύλου κττ., φερομένη συνήθως ἐπὶ τοῦ στήθους «ς προφυλακτήριον ἀπὸ παντὸς κακοῦ, περίαπτον:ᾎσμ. Μὰ τ᾿ ἁγιˬοgόρφι ποῦ βαστῶ, μὰ τὸ χαμαϊλί μου, μὰ τὴν Κωνσταντινούπολι, Κώστα μου, μὴ φοβᾶσαι. Συνών. ἁγιˬοκόρωνο 1, φυλαχτό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA