ἁγιˬογραφίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬογραφίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁγιˬογραφίζω Κέρκ. κ.ἀ. – ΑΜανούσ. Τραγούδ. 2,80 ἁγιˬουγραφίζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Μετοχ. ᾿γιˬογραφισμένος ΣΖαμπελ. ᾌσμ. δημοτ. 739.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁγιˬογράφω. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὸ συνών. ζωγραφίζω.

Σημασιολογία

Παριστάνω πρόσωπον ἢ πρᾶγμα δι᾿ εἰκόνος, ἀπεικονίζω, ζωγραφίζω ἔνθ᾿ ἀν.:ᾌσμ. Μάιδι τὴν πέτρα πιλικοῦν μάιδι τὴ γῆ τουρνεύουν μάιδι τοῦ Χάρου τοὺ σκαμνὶ κιˬ αὐτὸ ἁγιˬουγραφίζουν (μάιδι=μήτε. Μοιρολ.) Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κάθεται βασιλόπουλλο καὶ μῆλο ἁγιογραφίζει ΑΜανούσ. ἔνθ᾿ ἀν. Εἰς τὸ παννὶ γραμμένονε καὶ ᾿ς τὸ ξυλόχτενό μου, ᾿ς τὴ μύτι τσῆ σαγίττας μου σ᾿ ἔχω ᾿γιογραφισμένο ΣΖαμπελ. ἔνθ᾿ ἀν. Τοὺς ὡραιότατους ναοὺς τοὺς ἁγιˬογραφισμένους Κρήτ. Πβ. ἁγιˬογράφω, ζωγραφίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/