ἁγιˬογράφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬογράφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁγιˬογράφω Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάμ.) Μετοχ. ἁγιˬογραμμένος Κεφαλλ. Λευκ. ἁγιˬουγραμμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ρ. γράφω.
Σημασιολογία
Ζωγραφίζω ἁγίους:Ἐγὼ ζωγραφίζω, δὲν ἁγιˬογράφω Καλάμ. Ὁ ζωγράφος μοῦ ἁγιˬόγραψε τὴν ἁγιὰ-Βαρβάρα Κεφαλλ. Εἶν᾿ ὄμορφα ἁγιˬογραμμένο τὸ ᾿κόνισμα αὐτόθ. || ᾌσμ. Παναϊά μ᾿ ἁγιˬουγραμμένη | κὶ κουβαροτυλιγμένη φύλα μι κὶ μὲ κὶ τὰ πιδιˬά μου! (εὐχὴ) Αἰτωλ. Νὰ ᾿ν᾿ ἡ κασσέλλα κάρινη κιˬ ἀπέξ᾿ ἁγιˬογραμμένη Λευκ. Πβ. ἁγιˬογραφίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA