ἁγιˬοζούμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοζούμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοζούμι τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἄμφ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἁγιοζούμιν=εὐτελὴς τις τροφὴ τῶν μοναχῶν. Πβ. Πρόδρομ. 3,290 (ἔκδ. Hesseling- Pernot) «ἡμεῖς δὲ νῦν ἐσθίομεν καθόλου τὸ ἁγιοζούμιν».

Σημασιολογία

1)Ζωμὸς πολυσπορίων, ἤτοι δημητριακῶν καρπῶν, ὡς σίτου, ἀραβοσίτου, φακῆς, κουκκιῶν κττ., ὁμοῦ βραζομένων, ὅστις ἐν ἀγγείῳ κομιζόμενος πρὸ τῆς ὡραίας πύλης τῆς ἐκκλησίας εὐλογεῖται ὑπὸ τοῦ ἱερέως Στερελλ. (Ἄμφ.) 2)Εἰρων. ζωμὸς χόρτων. Κεφαλλ. 3)Εἰρων. φάρμακον Πελοπν. (Ὀλυμπ.):Τί πίνεις αὐτοῦ;-Πίνω κἄτι ἁγιˬοζούμιˬα! 4)Φαγητὸν παρασκευαζόμενον ἐκ λαχάνων καὶ τρωγόμενον πρὸ τῶν ἄλλων μὴ νηστησίμων φαγητῶν τὴν ἑσπέραν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς. Πρὶν φάγουν ἀπαγγέλλουν τὸ ἑπόμενον φαιδρὸν ᾆσμ. Ἁγιˬοζούμι, | τυροζούμι, | ὅπο͜ιος φάῃ | δὲ γελάει, ψύλλος δὲ θὰ |τὸν δαγκάσῃ Ἀρκαδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/