ἁγιˬοθύριδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοθύριδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοθύριδο τό, Κρήτ. ἁγιˬοθούριδο Πελοπν. (Λακων.) ἁγιˬοθέριδο Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. θυρίδι.

Σημασιολογία

1)Μικρὸν παράθυρον τοῦ ἱεροῦ βήματος τῆς ἐκκλησίας Κρήτ. 2)Ἡ ἄνωθεν τῆς εἰσόδου τοῦ ναοῦ τυφλὴ θυρὶς ἔχουσα τὸ ἀνωτέρω μέρος συνήθως τοξοειδές, ἐν τῇ ὁποίᾳ ὑπάρχει ζωγραφισμένη ἐπὶ τοῦ κονιάματος ἡ εἰκὼν τοῦ ἁγίου ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ὁποίου τιμᾶται ὁ ναὸς Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/