ἁγιˬόκλημα (II)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόκλημα (II)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬόκλημα τό, (II) κοιν. ἁϊόκλημα Θεσσ. (Ὄλυμπ.) ἁγιˬόκ-κλημαν Χίος (Πυργ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἱστορικῶς ἀμαρτ. οὐσ. αἰγόκλημα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐπίθ. ἅγιος. Ἰδ. ΓΧατζίδ. ΜΝΕ 1,168 καὶ Κουμαν. (λ. αἰγόκλημα). Ἡ λ. καὶ παρὰ PBelon 2,18.

Σημασιολογία

1)Τὸ φυτὸν αἰγόκλημα τὸ κοινὸν (lonicera caprifolium) τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceae) κοιν. Συνών. ἁγιˬόφυλλο, ποντικεά. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁγιˬοκλήματα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἁγιˬόκρημα καὶ Ἁλιˬόκλημα Κίμωλ. 2) Αἰγόκλημα τὸ Τυρρηνικὸν (lonicera Etrusca) Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θήρ. Κέρκ. Μακεδ. (Καστορ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/