ἁγιˬοκόρωνο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοκόρωνο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοκόρωνο τό, Κυκλ. (Θήρ. Νάξ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κορῶνα.

Σημασιολογία

1)Ἱερὸν ἐγκόλπιον φερόμενον συνήθως ἐπὶ τοῦ στήθους ὡς περίαπτον πρὸς ἀποτροπὴν παντὸς κακοῦ Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.) Συνών. ἁγιˬογκόρφι, φυλαχτό. 2)Σταυρὸς συνήθως ἁγιˬοταφίτικος (ἰδ. λ.) ἐξ ὀστοῦ φέρων ἀναγλύφους παραστάσεις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Εὐαγγελιστῶν. Οὗτος ἐμβαπτόμενος εἰς ὕδωρ παράγει φυσαλίδας, αἱ ὁποῖαι νομίζεται ὅτι γεννῶνται κατὰ θείαν ἐνέργειαν, τὸ ὕδωρ δὲ τοῦτο χρησιμοποιεῖται ὡς φάρμακον εἰς τοὺς διασκελισμένους (ἰδ. διˬασκελίζω) Νάξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/