ἁγιˬόκρινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόκρινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁγιˬόκρινος ὁ, Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. κρίνος. Τὸ οὐδ. ἁγιˬόκρινον ἐν χειρογρ. τοῦ 17ου αἰῶνος τῆς ἐν Ἄθῳ μονῆς τοῦ Διονυσίου.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν κρίνον τὸ πάλλευκον (lilium candidum) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/