ἁγιˬολᾴδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬολᾴδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬολᾴδι τό, Κωνπλ. ἁγιˬαλᾴδι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁγιˬόλᾳδο Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. λᾴδι. Τὸ ἁγιˬαλᾴδι κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ πληθ. ἁγιˬαλᾴδιˬα.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἔλαιον τοῦ μυστηρίου τοῦ εὐχελαίου Καλαβρ. (Μπόβ.) Παξ. Σῦρ. 2) Τὸ μετὰ πολλῶν ἀρωματικῶν οὐσιῶν ἀνάμεικτον καὶ ἡγιασμένον ἔλαιον τῶν ἐγκαινίων, διὰ τοῦ ὁποίου χριόμενος σταυροειδῶς εἰς διάφορα μέρη καθαγιάζεται ὁ νεόδμητος ναὸς Κωνπλ. 3)Τὸ ἔλαιον τῆς κανδήλας, ἡ ὁποία καίει πρὸ τῶν εἰκόνων τῶν ἁγίων Παξ. 4)Τὸ κοινὸν ἔλαιον Παξ.:Εἶναι ποῦ εἶναι κιˬ αὐτὸ τὸ ἁγιόλᾳδο καὶ βαστε͜ιέται τοῦτο τὸ νησὶ (δηλ. τὸ εὐλογημένον ἔλαιον, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὸν κυριώτερον βιοποριστικὸν πόρον τοῦ τόπου) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA