ἁγιˬομνημονεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬομνημονεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγιˬομνημονεμένος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ μνημονεμένος μετοχ. τοῦ ρ. μνημονεύω.
Σημασιολογία
Ὁ οἱονεὶ μεταξὺ τῶν ἁγίων κατειλεγμένος. Εὔχρηστος ἡ λ. ἀντὶ τοῦ καταραμένος κατ᾿ ἀντίφρ.: Ἁγιˬομνημονεμένε, μὰ δὲν ἔρχεσαι νὰ φάς! Μὰ τσ᾿ ἁγιˬομνημονεμένες, νὰ μὴ τσοὶ πῇ κἀνεὶς ἀλλο͜ιώτικα, πο͜ιὸς τσ᾿ ἐπείραξε!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA