ἁγιˬομνήσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬομνήσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬομνήσι τό, Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.) ἁγιˬομινήσι Κύθν. ἁγιˬομενήσι Κύθν. ἁγιˬομήσι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἁγιομνήσιον. Πβ. Κανόνα 27ον τῆς Συνόδου Λαοδικείας «ἀγάπαι καλοῦνται τὰ παρὰ φιλοχρίστων γινόμενα συμπόσια, ἤγουν τὰ ἁγιομνήσια».

Σημασιολογία

1)Θρησκευτικὴ πανήγυρις ἐπ᾿ ὀνόματι ἁγίου τελουμένη συνήθως ἐκτὸς πόλεως ἢ χωρίου Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. Κύθν. κ.ἀ.):Πῆγα ᾿ς τ᾿ ἁγιˬομνήσι νὰ γλεντίσω Θήρ. 2)Μικρὰ ἐκκλησία κειμένη ἐκτὸς πόλεως ἢ χωρίου, ἐξωκκλήσι Θήρ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/