ἀβέργωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβέργωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβέργωτος ἐπίθ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀβέργουτους Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βεργώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ὑποστηριζόμενος ἢ ὁ μὴ στερεωμένος διὰ βεργῶν ἔνθ᾿ ἀν.: Κληματαρεˬὰ ἀβέργωτη Κεφαλλ. Μιλι᾿ ἀβέργουτου (κυψέλη, μεταξὺ τῶν κηρηθρῶν τῆς ὁποίας δὲν ἐτέθησαν βέργαι κατὰ τὴν μεταφορὰν αὐτῆς εἰς τόπον ἀπομεμακρυσμένον διὰ νὰ συγκρατηθοῦν αὗται ἐις τὰς θέσεις των καὶ μὴ συμφυρθοῦν) Χαλκιδ. Τού ᾿᾿ ἀβλεργουτου τοὺ μιλι᾿ κὶ πατάριˬαι (ὑπέστη σύμφυρσιν τῶν κηρηθρῶν) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA