ἁγιˬομυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬομυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁγιˬομυρίζω Ζάκ. Μετοχ. ἁγιˬομυρισμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἅγιον μύρον.

Σημασιολογία

Χρίω δι᾿ ἁγίου μύρου:Ἁγιˬομυρίζεται τὸ στόμα του γιˬὰ νὰ μὴ μυρίζουν τὰ χνότα του (ἐπὶ τοῦ χριομένου μετὰ τὴν βάπτισιν νηπίου) Ζάκ. Ὤχ, ἁγιˬομυρισμένη μου, καλὰ ποὺ θὰ πάς ᾿ς τὴ bαράδεισο! (συνήθως εἰρων. πρὸς σεμνότυφον καὶ ὑποκρίτριαν) Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/