ἀβερταρία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβερταρία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβερταρία ἡ, ἀμάρτ. ἀβιρταρία Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβέρτος σχηματισθὲν κατ᾿ άναλογ. ἄλλων εἰς –αρία.
Σημασιολογία
Εὐρυχωρία ἐπιτρέπουσα ἐλευθέραν κίνησιν: Τοὺ σπίτι μ᾿ ἔ᾿ ἀβιρταρία. Σὺ θέ᾿ς ἀβιρταρίις κ᾿ ἰμεῖς ἰδῶ εἴμαστι στινουχουριμέ᾿.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA