ἁγιˬομύρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬομύρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬομύρος τό, Παξ. κ.ἀ.-ΔΣολωμ. 250 (ἔκδ. Κερκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. μύρος, δι᾿ ὃ ἰδ. μύρο.
Σημασιολογία
Τὸ ἅγιον μύρον ἐξ ἐλαίου καὶ διαφόρων ἀρωματωδῶν οὐσιῶν παρασκευασμένον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἱερεὺς κατ᾿ ἀπαράβατον δογματικὴν διάταξιν τῆς ἐκκλησίας χρίει σταυροειδῶς εἰς διάφορα μέρη τοῦ σώματος τὸ βαπτισθὲν νήπιον:Δὲν πλένεται ποτέ του, φοβᾶται μὴν πάῃ καὶ τοῦ φύγῃ τ᾿ ἁγιˬομύρος! Παξ. || Ποίημ. Πολλὲς πληγὲς κ᾿ ἀγλύκαναν, γιˬατ᾿ ἔσταξ᾿ ἁγιˬομύρος ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA