ἁγιˬόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬόνερο τό, ἀμάρτ. ἁγιˬον-νιρὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁγεν-νερὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁγιˬονέρι Θρᾴκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἁγιˬουνέρ᾿ Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. νερό. Περὶ τοῦ μεταπεπλασμένου τύπ. ἁγιˬονέρι πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170-173 καὶ 179 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὕδωρ ἡγιασμένον, ἁγιασμὸς ἔνθ᾿ ἀν.:ᾎσμ. Ἀπάν᾿ ᾿ς τὲς ὧρες καὶ στιγμὲς | ἡ Παναγιˬὰ κοιλοπονάει, κοιλοπονάει, παρακαλάει, | τοὶς ἀρχαγγέλοι καὶ Ἀποστόλοι, οἱ Ἀποστόλοι μὲ τ᾿ ἁγιˬονέρι | κ᾿ οἱ ἀρχαγγέλοι μαμμὲς νὰ φέρ᾿νι Θρᾴκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁγιˬόνερον Χίος Ἁγιˬονέρι Εὔβ. (Χαλκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/