ἄβιβλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβιβλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβιβλος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἄβιβλους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βιβλίο. Πβ. μεσν. ἀβίβλης.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Ὁ μὴ ἔχων βιβλία, ὁ ἀγράμματος ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἄβιβλος παππᾶς μεγάλος ψεύτης (ἐπὶ τοῦ κακῶς ποιοῦντος τι δι᾿ ἔλλειψιν μέσων, ὅπως ὁ ἀγράμματος ἱερεὺς ψεύδεται λέγων ὅτι ἐκτελεῖ καλῶς τὰ ἱερατικά του καθήκοντα) Λακων. Ἄβιβλους ἱερεὺς, καθαρὸς ψεύτης Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA