ἄβιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβιˬος ἐπίθ. Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἄβος Κάλυμν. ἄβριˬος Κρήτ. ἀβιˬὸς Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄβιος σημαῖνον τὸν πενόμενον, τὸν ἄνευ πόρου ζωῆς. Τὸ ἄβριˬος ἔχει τὸ ρ. ἴσως κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ ἄγριος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

1)Ὁ ζῶν βίον ἀπομεμονωμένον, ὁ περιωρισμένος Κάρπ. 2)Ἄγονος, στεῖρος, ἄτεκνος, ἐπὶ ἀνθρώπου καὶ ζῴου Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ.: Ἄβιˬα γυναῖκα Κάλυμν. Κρήτ. Κόττα-προβατῖνα ἄβιˬα Χίος. Ἄβιˬα αἷγα Κρήτ. Ἐ gάνει παιί, εἶναι ἄβα Κάλυμν. Ἀβιˬὸς εἶναι,δὲν κάνει παιδιˬὰ Κάρπ. Ὁ ἀερφός μου εἶναι ἄβος Κάλυμν.|| Παροιμ. φρ. Ἀλλάργου τὰ ροῦχα σου ᾿που τοὶς ἀβιˬοὺς Κάρπ. Μέρα γιˬὰ φίλου σπίτι καὶ γιˬ᾿ ἀβιˬοῦ κελλάρι (ἐπὶ βροχερᾶς ἡμέρας) αὐτόθ.|| Παροιμ. Ἀβιˬὸς παππᾶς δὲ γίνεται κιˬ ἂ γενῇ, δὲ νοστιμᾷ (τὸ νοστιμῶ παρὰ τὸ νοστιμίζω σημαίνει γίνομαι εὐχάριστος, ἀρέσκω. Ἐπὶ τοῦ μὴ ἀπολαύοντος κοινωνικῆς ὑπολήψεως ἀτέκνου) Κάρπ. Ἀβιˬὸς ἀβιˬὸν ἀνεελᾷ, τσιγκούνης τὸν τσιγκούνη (ἀνεελᾷ τοῦ ρ. ἀναγελῶ. Ἐπὶ τοῦ παραβλέποντος μὲν τὰ ἴδια ἐλαττώματα, σκώπτοντος δὲ τὸν ἄλλον διὰ τὰ αὐτὰ) αὐτόθ.|| ᾎσμ. Τσ᾿ ἄβριˬας λαφίτσας τὸ τυρὶ καὶ τοῦ λαγοῦ τὸ γάλα Κρήτ. Ἔχω σεντονομάντηλα σεντούτσα δυˬὸ ᾿εμᾶτα, ἀμ᾿ ἡ Τσυράννα ἡ ἀβιˬὰ ᾿ὲν ἔχει ποπλωμάτα (δίστ. σκωπτικὸν τῆς ἀτέκνου Κυράννας στερουμένης ἐφαπλώματος) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Γερμ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀβλαστάρωτος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/