ἄβλαβα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβλαβα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄβλαβα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πάρ. Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) -Λεξ. Λάουνδ. ἄβλαφτα Πάρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἄβλαβος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ. Τὸ ἄβλαφτα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἄνευ βλάβης, ἄνευ ζημίας ἔνθ᾿ ἀν.: Μπῆκε ὁ γαμπρὸς ᾿ς τὸ σπίτι ἀβλαφτα κ᾿ ἔφυγε ἄβλαφτα (δηλ. χωρὶς νὰ θίξῃ τὴν τιμὴν τῆς μνηστῆς) Πάρ. Αὐτὸ dὸ λόγο τὸν εἶπε ἄβλαβα αὐτόθ. Τὴν ἔκανε ἄβλαβα τὴν προξενε͜ιὰ (χωρὶς νὰ θέλῃ νὰ βλάψῃ προξενεύων κακὴν γυναῖκα ἢ κακὸν ἄνδρα) αὐτόθ. Ἄβλαβα ἐποίκ᾿ ἀτο (ἄβλαβα τὸ ἔκαμα, ἤτοι χωρὶς νὰ βλάψω κἀνένα) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA