ἄβλαβος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβλαβος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβλαβος ἐπίθ. ἄβλαφτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνέπαφος, ἀσινὴς) ἄβλαβος κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄβλαβους βόρ. ἰδιώμ. ἄβλαφος Πελοπν. (Λακων.) ἄβλαος Κάρπ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἄβλαγους Λέσβ. ἀνάβλαβος ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 22 ἀνέβλαβος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,204 (ἔκδ. 1912).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βλάβω (δι᾿ ὃ ἰδ. βλάφτω). Τὸ φ τοῦ ἄβλαφος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ βλάφτω.
Σημασιολογία
Α)Παθ. 1)Ὁ μὴ ὑποστὰς βλάβην, ὁ μὴ παθὼν τι, ἀβλαβὴς Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. -Λεξ. Γαζ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐσένα σ᾿ ἔχει ἄβλαφτη, μὰ μένα μ᾿ ἔχει χίλιˬες βολὲς βλαμμένη Ἀπύρανθ. Τ᾿ ἀμπέλιˬα ἐφέτι εἶναι ἄβλαα Κάρπ. Οἱ ἐλα͜ιὲς εἶναι ἄβλαες αὐτόθ. Ὅλ᾿ ἐτσακοποδαριγάνε, ἐγὼ μονάχον εἶμαι ἄβλαφτος (ὅλοι ἐτσακίστηκαν εἰς τὰ πόδια, μόνον ἐγὼ εἶμαι ἀβλαβὴς) Τραπ. Δὲ μ᾿ ἔφαγαν οὔτε ψύλλοι οὔτε κορεˬοί, δὲν ἔμεινα ὅμως κι ἀνέβλαβος ὁλότελα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν.|| Φρ. Σῶος κι ἄβλαβος ἐξέβεν (ἐβγῆκε, ἤτοι δὲν ἔπαθε τίποτε) Κοτύωρ. β)Ὁ μὴ ἔχων σωματικόν τι ἐλάττωμα, ἀρτιμελὴς Ἤπ. (Ἄρτ.) γ)Ὁ μὴ πάσχων ὑπὸ νοσήματος, ὑγιὴς Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Παξ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Ἔτσι νὰ μοῦ φυλάῃ ὁ Θεὸς τὸ παιδί μου γιˬερὸ κιˬ ἄβλαβο! (εὐχὴ) Παξ.|| Φρ. Γιˬερὸς κιˬ ἄβλαβος! (εὐχὴ πρὸς τὸν ἐξ ἀσθενείας ἀναρώσσαντα) Λακων. Γιˬερὸς κιˬ ἄβλαβος (ἐπὶ τοῦ ἀπολαύοντος πλήρη ὑγείας) Παξ. 2)Ἄθικτος, ἀνέπαφος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄβλαφτο ᾿ναι ᾿κεῖ τὸ λᾴδι σου, κἀνεὶς δὲ dοῦ ᾿γγιξε. Συνών. ἄγγιχτος. Β)Ἐνεργ. 1)Ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, ὁ μὴ βλαβερὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄβλαβο γιˬατρικὸ-ζῴο-πρᾶμα-φαγεῖ κοιν. Ἄβλαβος καρπὸς-τόπος Κρήτ. Ἄβλαβον ὀφίδ᾿-φαεῖν (φίδι, φαγεῖ,) Τραπ. Χαλδ. Τὰ κυδώνιˬα ψημένα ᾿ς τ᾿ χόβουλ᾿ εἶνι ἄβλαβα ᾿ς τοὺν ἄρρουστου (χόβουλ᾿=χόβολη,ἀνθρακιὰ) Μακεδ. (Σισάν.) Ἄβλαβος ἀρθεπίτ᾿ς (ἀνθρωπάκος) Κοτύωρ. Ἄβλαβον γερὰ (ἀβλαβὴς πληγή, μὴ ἔχουσα μορφὴν σοβαρὰν) Τραπ.|| ᾎσμ. Ὡς εἶν᾿τὸ μῆλο κόκκινο καὶ τὸ κρουστάλλιν ἄσπρο καὶ τὸ κυώνιν ἄβλαο, ἔτσι εἶν᾿ κ᾿ ἐμοῦ ἡ κυρά μου (κυώνιν=κυδώνι) Κάρπ. 2)Φιλήσυχος, ἀγαθός, ἄκακος Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κυκλ. Κωνπλ. Μακεδ. (Σισάν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Ἄβλαβος ἄνθρωπος Κωνπλ. Ἄβλαβη γειτόνισσα Κυκλ. κ.ἀ. Ἄβλαβεισσα γυναῖκα Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA