ἀβλαεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβλαεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβλαεύω Πόντ. (Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. avlamak.

Σημασιολογία

1)Κυνηγῶ, θηρεύω Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Μυίας ἀβλαεύ᾿ (ἐπὶ τοῦ ἀέργου ἢ τοῦ καταγινομένου εἰς παιδαριώδεις ἀσχολίας) Χαλδ. β)Ἁρπάζω, σφετερίζομαι τι Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐβλάεψεν τὸ μαντήλι μ᾿ Χαλδ. 2)Κατασκοπεύω, κατοπτεύω Πόντ. (Σινώπ.) Πβ. ἀβλαντίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/