ἀβλαστήμητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβλαστήμητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβλαστήμητος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀβλαστήμ᾿τους Ἤπ. (Ἰωάνν.) κ.ἀ. ἀβλαστήμετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβλαστήματος Πόντ. (Τραπ.) ἀβλαστήμηχτος Παξ. ἀβλαστήμηστος Κρήτ. ἀβλαστήμηστους Μακεδ.
Ετυμολογία
Τό μεταγν. ἐπίθ. ἀβλασφήμητος=ὁ μὴ βλασφημηθείς, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς βλασφημίαν. Ἐν τῷ τύπ. ἀβλαστήματος τὸ α ὀφείλεται εἰς τὴν ἐπίδρασιν τῆς φρ. βλαστήματα, περὶ ἧς ἰδ. βλαστημῶ.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ βλασφημηθείς, ὁ μὴ ὑβρισθεὶς Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. Παξ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Πόντ. (Κερασ. Τρίπ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Δὲν ἄφηκε Παναΐα ἀβλαστήμητη Παξ. Δὲν ἄφησε τίβοτις ἀβλαστήμητο (τὰ πάντα ἐξύβρισε) Ἄνδρ. Ἐπέθανε ἀβλαστήμητος (δηλ. χωρὶς νὰ ἀγανακτήσῃ τις ποτὲ ἐναντίον του) Τριφυλ. Ὁ κύρις σ᾿ ἀβλαστήμετος ᾿κ᾿ ἐπόμενεν (ὁ πατήρ σου ἀβλ. δὲν ἔμεινεν ἐνν. ἀποθανών, ἤτοι ὑπῆρξε κακὸς καὶ διὰ τοῦτο ὑβρισθη ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων) Κερασ. Ἀβλαστήμετος ἔν᾿ ὁ κύρι μ᾿ (ἀβλ. εἶναι ὁ πατήρ μου, ἤτοι ὑπῆρξε καλὸς καὶ διὰ τοῦτο ἀποθανὼν δὲν βλασφημεῖται) Τρίπ. Χαλδ. β)Ὁ μὴ ὢν ἄξιος βλασφημίας, ὑβρεως, ὁ ἀγαθός, ὁ χρηστὸς Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κρήτ.: Αὐτὸς εἶν᾿ ἀβλαστήμ᾿τους Ἰωάνν. Ἀβλαστήμητος ἄνθρωπος Κρήτ. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ βλασφημῶν ἢ ὁ μὴ βλασφημήσας, ὁ μὴ ἀμαρτήσας διὰ βλασφημίας Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Πόντ. (Τραπ.): Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐπέθανε ἀβλαστήμητος (ἤτοι χωρὶς ποτὲ νὰ βλασφημήσῃ ἐν τῇ ζωη του) Τριφυλ. Συνών. ἀβλάστημος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA